Στον βασικό έλεγχο, ανιχνεύουμε στο αίμα ενδείξεις παθολογίας στα πλέον συχνά νοσήματα και για τις πλέον σημαντικές λειτουργίες του οργανισμού.

Οι εξετάσεις που πραγματοποιούμε, είναι οι απολύτως απαραίτητες για την πρώτη εκτίμηση της υγείας και ασφάλειας ενός μέσου ατόμου, χωρίς ενδείξεις προβλημάτων υγείας, και χωρίς προσωπικό και οικογενειακό βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό.

Οι αναλύσεις είναι οι :

Γενική Αίματος – Αιμοδιάγραμμα 21 παραμέτρων και Ταχύτητα Καθίζησης (Τ.Κ.Ε)

Γίνεται συνολική αιμοδυναμικής εκτίμηση του οργανισμού με τις μετρήσεις των :

• Αιματοκρίτη, αιμοσφαιρίνης, ερυθρών κυττάρων και 4 βοηθητικών παραμέτρων αξιολόγησης της μορφολογίας των ερυθρών κυττάρων .

• Κρίνεται η φυσιολογία της παραγωγής του αίματος αλλά και πιθανές ενδείξεις αναιμίας από έλλειψη σιδήρου, βιταμινών ή παρουσία στίγματος μεσογειακής αναιμίας κ.α.).

• Αριθμού των λευκών κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος, και του λευκοκυτταρικού τύπου, δηλαδή της αναλογίας των σχετικών υποπληθυσμών των λευκών κυττάρων (πολυμορφοπύρηνα, λεμφοκύτταρα, μεγάλα μονοπύρηνα, ηωσινόφιλα).

• Κρίνεται η ηρεμία ή μη του ανοσοποιητικού συστήματος έναντι πιθανών λοιμώξεων ή καταστροφών του οργανισμού (φλεγμονές), καθώς και η ύπαρξη αλλεργιών, ή παθολογικών νοσημάτων του μυελού των οστών.

• Αιμοπεταλίων, των υπεύθυνων κυττάρων για την αιμόσταση, που δίνει επιπλέον πληροφορίες για πιθανή λοίμωξη ή μακροχρόνια φλεγμονή (π.χ.κάπνιμα), αλλά και για πιθανές διαταραχές στην αιμόσταση (π.χ. θρομβοφιλία).

• ΤΚΕ που αποτελεί ένα γενικό έλεγχο της υγείας και πρώτη εκτίμηση πιθανής ενεργοποίησης του ανοσοποιητικού λόγω μακροχρόνιων φλεγμονών και νοσημάτων του οργανισμού. Μη αναμενόμενες τιμές υποδεικνύουν την ανάγκη περαιτέρω ελέγχου.

• Σάκχαρο νηστείας (Gluc) / Σάκχαρο 2-ώρου
Με την μέτρηση του σακχάρου μετά από δωδεκάωρη νηστεία, ελέγχουμε την παρουσία πιθανού διαβήτη από μη αναμενόμενες υψηλές τιμές.

Σε περιπτώσεις που έχει στο παρελθόν μετρηθεί σάκχαρο ελαφρά πάνω από το ανώτερο όριο ή λίγο κάτω από το κατώτερο όριο, προτείνουμε αντί της μέτρησης του σακχάρου νηστείας, την μέτρηση του σακχάρου 2-ώρου, που γίνεται 2 ώρες μετά από πρωινό πλούσιο σε υδατάνθρακες (ρωτήστε μας σχετικά). Με τρόπο αυτό φαίνεται καλύτερα η δυναμική του οργανισμού να “καίει” σάκχαρο, αποκαλύπτοντας την πιθανή προδιάθεση του ατόμου για διαβήτη. Η εξέταση του σακχάρου 2-ώρου, προσεγγίζει σε ένα βαθμό την καμπύλη σακχάρου, και προτείνεται ιδιαίτερα και σε άτομα με οικογενειακό ιστορικό διαβήτη, ή με παχυσαρκία ή σε μακροχρόνιο στρες.

• Ουρικό οξύ (Uric acid)
Είναι ο πρωταρχικός δείκτης για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα (απαραίτητη εξέταση σε περιπτώσεις που έχουμε πόνους σε συνδέσμους και αρθρώσεις), αλλά χρησιμοποιείται και σαν δείκτης καταπόνησης των αρθρώσεων ειδικά σε αθλητές. Με την εξέταση ανιχνεύουμε την ουριχαιμία και την ποδάγργα, και την αξιοποιούμε περαιτέρω αν χρειαστεί για τη ρύθμιση των διατροφικών συνηθειών με τροφές φτωχές σε ουρικό οξύ.

• Χοληστερίνη (Chol) και Τριγλυκερίδια (Trig)
Είναι τα βασικά λιπίδια -μεταξύ πολλών άλλων- που μετράμε στο αίμα για να διαπιστώσουμε πιθανή δυσλιπιδαιμία που μπορεί να προέρχεται από ενδογενείς γεννητικούς λόγους, ή από κακή διατροφή. Η αξία της πρόημης ανίχνευσης της δυσλιπιδαιμίας και διατροφικής διόρθωσης ή φαρμακευτικής θεραπείας της, είναι για την μείωση του κινδύνου σε καρδιαγγειακά νοσήματα (έμφραγμα μυοκαρδίου, εγκεφαλικό κ.ά.).

• Ηπατικό ένζυμο γ-GT
Ελέγχεται η φυσιολογία της ηπατικής λειτουργίας και εκτιμάται πιθανή επιβάρυνση του ήπατος από κατανάλωση αλκοόλ ή φαρμάκων, αλλά και από πολυφαγία, λιπώδη διήθηση, αυτοάνοσα νοσήματα κ.α.
Η συγκεκριμένη ανάλυση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως έμμεσος δείκτης μολυσματικών νοσημάτων όπως η ηπατίτιδα Β και C (σεξουαλικά και ιατρογενώς μεταδιδόμενα), ώστε να δοθούν άμεσα οι κατάλληλες ιατρικές θεραπείες και προφυλάξεις.

Με τις μετρήσεις της ολικής χοληστερίνης (Chol), της χοληστερίνης υψηλής πυκνότητας – HDL (προστατευτική χοληστερίνη), της χοληστερίνης χαμηλής πυκνότητας – LDL (βλαπτική χοληστερίνη) , του αθηρωματικού δείκτη, των Τριγλυκεριδίων (Trig) και Ολικών Λιπιδίων (Total Lipids).
Με το λιπιδαιμικό προφίλ γίνεται εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου λόγω αθηρωμάτωσης, που μπορούν να επισπεύσουν τα λιπίδια. Πέρα από τις μετρήσεις των ουσιών αυτών, αξιολογείτε και η μεταξύ τους αναλογία ( αθηρωματικός δείκτης).
Στα αποτελέσματά εκτιμάται η ενδογενής παραγωγή των χοληστερινών καθώς και η διατροφική επιβάρυνση των ζωικών λιπαρών στον οργανισμό μας. Τα αποτελέσματα συναξιολογούνται στο σύνολό τους με άλλους προδιαθεσικούς παράγοντες (κάπνισμα, υπέρταση, διαβήτης, μη άσκηση, διατροφή κ.α.) για περαιτέρω διατροφικές συμβουλές ή θεραπευτικές αγωγές με συμπληρώματα διατροφής ή και φαρμάκων, εάν τελικώς αυτά κριθούν απαραίτητα.

Με την ταυτόχρονη μέτρηση και των τριών αναλύσεων, ελέγχεται η φυσιολογία της ηπατικής λειτουργίας και εκτιμάται πιθανή επιβάρυνση του ήπατος από κατανάλωση αλκοόλ ή φαρμάκων, αλλά και από πολυφαγία, λιπώδη διήθηση, αυτοάνοσα νοσήματα κ.α.
Έμμεσα οι εξετάσεις αυτές, μπορούν να υποδείξουν λοιμώξεις του ήπατος όπως η ηπατίτιδα Β και C (σεξουαλικά και ιατρογενώς μεταδιδόμενα), ώστε να δοθούν άμεσα οι κατάλληλες ιατρικές θεραπείες και προφυλάξεις.

Χρησιμοποιείται για τον έλεγχο του βαθμού ενυδάτωσης του οργανισμού, της υγείας του ουροποιητικού συστήματος και κυρίως των νεφρών, αλλά και για την ανίχνευση τυχόν λοιμώξων της ουροδόχου κύστεως.

Μπορούν επίσης να διαπιστωθούν έγκαιρα επικίνδυνες διαταραχές του μεταβολισμού, όπως σε περιπτώσεις απότομης απώλειας βάρους, αλλά και σοβαρότερα εκφυλιστικά νοσήματα των νεφρών και της ουροδόχου κύστεως

• Στα παιδιά, χρησιμοποιούμε το πακέτο των αναλύσεων του βασικού Check up, με το οποίο πραγματοποιείται ο απαραίτητος έλεγχος του αιμοδυναμικού, των νεφρών και του ήπατος, η μέτρηση του σακχάρου, των χοληστερινών – λιπιδίων, και του ουροποιητικού
• Σίδηρος (Fe) και Φερριτίνη (Ferr).
Οι εξετάσεις εκτελούνται σε συνδυασμό για την εκτίμηση της επάρκειας του διατροφικού σιδήρου στα παιδιά.
Η αυξημένη κατανάλωση γαλακτοκομικών που συνηθίζεται στις παιδικές ηλικίες, δημιουργεί συχνά προβλήματα στην απορρόφηση του σιδήρου, (το αγελαδινό γάλα είναι φτωχό σε σίδηρο, αλλά και η ίδια η πρόσληψη ασβεστίου παρεμποδίζει την απορρόφηση του σιδήρου).
Πιθανή έλλειψη σιδήρου, πέρα από την αναιμία με τα συμπτώματα κούρασης, μπορεί να φέρει γενικότερη αλλαγή συμπεριφοράς στα παιδιά, μέχρι και μαθησιακές δυσκολίες.

Για τους άντρες βασιζόμαστε στο βασικό check up. Δίνουμε επιπρόσθετα προσοχή στην πρόληψη του προστατικού καρκίνου, ο οποίος αποτελεί μία από τις σημαντικότερες αιτίες θανάτου των ανδρών μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας. Ιδιαίτερη σημασία έχουν και οι δείκτες ενδοαγγειακών φλεγμονών, που αποκαλύπτουν κινδύνους καρδιαγγειακών επεισοδίων. Προαιρετικά, γίνεται επιλογή μεταξύ των σημαντικότερων δεικτών νεοπλασίας, με έμφαση σε αυτούς του γαστρεντερικού συστήματος, αλλά και έλεγχος των φυλετικών ορμονών του άνδρα, που σχετίζονται με την υγεία της σεξουαλικής του ικανότητας.

Οι πρόσθετες εξετάσεις που προτείνονται πέραν αυτών του Check up ανδρών 18-40, είναι :

• Το PSA (προστατικό αντιγόνο) και προαιρετικά το free-PSA (ελεύθερο προστατικό αντιγόνο) αποτελούν ίσως την πλέον σημαντική εξέταση για τον άνδρα άνω των 40 ετών, για την πρώιμη ανίχνευση του προστατικού καρκίνου. Η αξία της εξέτασης την καθιστά για πολλούς ιατρούς ως την πλέον απαραίτητη μεταξύ των εξετάσεων του ετήσιου προληπτικού check up. Η αξιολόγιση της γίνεται με την σύκριση των αποτελεσμάτων που λαμβάνονται ανά έτος.
Πέρα της χρήσης του PSA ως δείκτης νεοπλασίας, χρησιμοποιείται και ως εργαλείο για την ανίχνευση λοιμώξεων του προστάτη (προστατίτιδες) που είναι ιδιαίτερα συχνές μεταξύ των ανδρών. Η πρόημη ανίχνευση τους είναι απαραίτητη για την έγκαιρη θεραπεία τους και την διφύλαξη της υγείας του αδένα.
• Η αξία του CEA (καρκινοεμβρυϊκό αντιγόνο): είναι εμφανής από το γεγονός ότι αποτελεί γενικό δείκτη νεοπλασίας και συσχετίζεται με τα πλέον συχνά νοσήματα νεοπλασίας σχεδόν όλου του σώματος (ήπατος, θυρεοειδούς, λάρυγγα, οισοφάγου, ορθού, όρχεων, ουροδόχου κύστης, παγκρέατος, παχέος εντέρου, πνεύμονα, στομάχου).

• Η ανάλυση aFP (α – εμβρυϊκή πρωτεΐνη): αποτελεί ειδικό δείκτη φλεγμονής – νεοπλασίας του ήπατος αλλά και των όρχεων.

• Το CA 19-9 (καρκινικό αντιγόνο 19-9): αποτελεί ειδικό δείκτη φλεγμονής – νεοπλασίας παγκρέατος, παχέως εντέρου, ήπατος, στομάχου.

• Οι Testo (τεστοστερόνη), free-Testo (ελεύθερη τεστοστερόνη): αφορούν τη μέτρηση της σημαντικότερης ανδρογόνου ορμόνης στον άνδρα. Χρησιμοποιείται κυρίως στην ανίχνευση της ορμονοεξαρτώμενης αιτίας της περιορισμένης σεξουαλικής διάθεσης και ικανότητας, καθώς και της γενικότερης ευεξίας του άνδρα.

Στον προληπτικό έλεγχο των ανδρών μεγαλύτερης ηλικίας, πέρα από το βασικό έλεγχο, δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή στον έλεγχο του προστάτη καθώς και στη σωστή αναλογία των ιχνοστοιχείων και βιταμινών που μπορεί να διαταραχθούν από κακή απορρόφηση τροφών και πιθανή αφυδάτωση. Η λειτουργία των νεφρών και του ήπατος ελέγχονται αναλυτικότερα, ειδικά για ανθρώπους που βρίσκονται σε φαρμακευτική αγωγή. Προαιρετικά ελέγχονται δείκτες νεοπλασίας των κυριοτέρων οργάνων, καθώς και η βιοχημική ρύθμιση του θυρεοειδούς.

Πέρα λοιπόν από τις αναλύσεις του βασικού Check Up, προτείνονται :

• Οι ηλεκτρολύτες – Νάτριο (Να+) και Κάλιο (Κ+): είναι τα σημαντικότερα άλατα του οργανισμού τα οποία ρυθμίζονται μέσω των νεφρών. Επειδή η λειτουργία των νεφρών επιδεινώνεται σημαντικά σε μεγαλύτερες ηλικίες, διαταραχή των επιπέδων τους μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, υπνηλία και να επηρεάσει τις πνευματικές λειτουργίες, μέχρι και να απορρυθμίσει σε επικίνδυνο βαθμό την καρδιακή λειτουργία. Οι εξετάσεις είναι απολύτως απαραίτητες σε περιπτώσεις χρόνιων φαρμακευτικών αγωγών και ειδικά σε περιπτώσεις διουρητικών και καρδιολογικών φαρμάκων που απορρυθμίζουν τα επίπεδα των ηλεκτρολυτών.

• Το Ασβέστιο (Ca,) ο Φώσφορος (P) και το Μαγνήσιο (Mg): αποτελούν τα κύρια ιχνοστοιχεία του ανθρώπου. Σε μεγαλύτερες ηλικίες, προβλήματα δυσαπορρόφησης τροφών, αλλαγή στις διατροφικές συνθήκες αλλά και λήψη φαρμάκων, μπορούν να τροποποιήσουν σημαντικά τα επίπεδά τους, υποβαθμίζοντας την υγεία των μεγαλύτερων ανδρών. Κνιδώσεις και μυϊκές κράμπες αποτελούν ισχυρή ένδειξη διαταραχών των ιχνοστοιχείων αυτών.

• Λευκώματα (Total Proteins), Αλβουμίνες (Alb) και Σφαιρίνες (Glob): αποτελούν έμμεσους δείκτες σωστής διατροφής (ποσοτικά και ποιοτικά) αλλά και δείκτες της σωστής λειτουργίας του ηπατικού μεταβολισμού και της γενικότερης υγείας του ανοσοποιητικού συστήματος. Πρηξίματα στα κάτω άκρα, πυρετοί, πόνοι στα οστά, αποτελούν μερικές από τις ενδείξεις διαταραχών των λευκωμάτων.

• Βιταμίνη Β12 (Vit. B12) και Φυλλικό Οξύ (Folic Acid): είναι διατροφικά στοιχεία που συχνά παρουσιάζονται σε χαμηλές τιμές στις ηλικίες αυτές, λόγω των χαμηλών αναγκών σε ποσότητα της προσλαμβάνουσας τροφής αλλά και λόγω προβλημάτων απορρόφησης που εντείνονται από πιθανή πολυφαρμακία. Χαμηλές τιμές συσχετίζονται με αναιμία, κόπωση, καχεξία, μέχρι και νευρολογικά προβλήματα.

• PSA (προστατικό αντιγόνο) και free PSΑ (ελεύθερο προστατικό αντιγόνο): σε ταυτόχρονη μέτρηση, δίνουν μία πλέον ασφαλή εικόνα για την υγεία του προστάτη σε αυτές τις ηλικίες, διαχωρίζοντας την αναμενόμενη για την ηλικία υπερπλασία του προστάτη από τον καρκίνο του.

• Τ3 (τριιωδοθυρονίνη), fT4 (ελεύθερη θυροξίνη), TSH (θυρεοτρόπος ορμόνη): αποτελούν τις βασικές εξετάσεις που ελέγχουν την παραγωγική ικανότητα αλλά και τη ρύθμιση του θυρεοειδούς. Πιθανός υποθυρεοειδισμός προκαλεί την συχνά παρατηρούμενη καχεξία και κατάθλιψη στα μεγαλύτερα άτομα.

• CEA (καρκινοεμβρυϊκό αντιγόνο), aFP (α-εμβρυϊκή πρωτεΐνη), CA 19-9 (καρκινικό αντιγόνο 19-9): σε συνδυασμό, ανιχνεύουν τις συχνές για την ηλικία φλεγμονές του γαστρεντερικού συστήματος και των οργάνων της κοιλιακής χώρας γενικότερα, ή και πιθανές νεοπλασίες.

Για τις νεαρές ενήλικες γυναίκες, χρησιμοποιούμε τις εξετάσεις του βασικού Check up με για τον έλεγχο των βασικών παράμετρων της υγείας και του μεταβολισμού τους

• T3 (τριιωδοθυρονίνη), fT4 (ελεύθερη θυροξίνη), TSH (θυρεοτρόπος ορμόνη), anti-TPO (αντιθυρεοειδικά αντισώματα), anti-TG (αντιθυρεοσφαιρινικά αντισώματα): που αποτελούν πακέτο αναλύσεων του θυρεοειδούς, με το οποίο ελέγχεται τόσο η βιοχημική απόδοση και ρύθμιση του θυρεοειδούς, όσο και η ύπαρξη αυτοαντισωμάτων που μπορεί να καταστρέψουν τη λειτουργία του. Οι γυναίκες παρουσιάζουν γενικά αυξημένες πιθανότητες σε θυρεοειδοπάθειες, οι οποίες πέραν των επιπτώσεων που έχουν στην καρδιακή λειτουργία και το γενικότερο μεταβολισμό και ψυχισμό, τις διαταρράσουν και ορμονικά.

• CA 125 (καρκινικό αντιγόνο 125): που αποτελεί δείκτη νεοπλασίας – φλεγμονής στις ωοθήκες. Με την ανάλυση αυτή ανιχνεύουμε πιθανή κατάσταση ενδομητρίωσης, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε υπογονιμότητα.

• Προλακτίνη (PRL): είναι ορμόνη της οποίας οι υψηλές τιμές συσχετίζονται με πολυκυστικές ωοθήκες και υπογονιμότητα.Συνιστάται να γίνεται όταν υπάρχουν διαταραχές στον κύκλο της περιόδου ή όταν υπάρχει μη αναμενόμενη τριχοφυΐα σε μέρη του σώματος όπως στην κοιλιά, στα χέρια και το πρόσωπο. Για την περίπτωση υποψίας συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών, υπάρχει το αντίστοιχο εξειδικευμένο Check up του συνδρόμου των πολυκυστικών ωοθηκών.

• CA 15-3 (καρκινικό αντιγόνο 15-3): που είναι δείκτης νεοπλασίας των μαστών. Προτείνεται από γιατρούς κυρίως σε περιπτώσεις οικογενειακού ιστορικού με καρκίνο του μαστού (μητέρα, αδελφή, 1η θεία).

• Τα HBsAg (Αυστραλιανό αντιγόνο) και anti-HIV (Αντισώματα HIV): ανιχνεύουν αντίστοιχα λοιμώξεις από ηπατίτιδα Β και από τον ιό του AIDS. Ο έλεγχος των συγκεκριμένων αναλύσεων διασφαλίζει την έγκαιρη πιθανή διάγνωση των νοσημάτων αυτών, αλλά και ευαισθητοποιεί για τη μετέπειτα ασφαλή σεξουαλική έκφραση.

Με την εμμηνόπαυση ο έλεγχος στις γυναίκες ξεκινά με το βασικό Check up, τον έλεγχο της σιδηροπενίας και του θυρεοειδούς όπως και για τις γυναίκες νεότερης ηλικίας. Όμως η συμπεριφορά του μεταβολισμού της γυναίκας τροποποιείται σε αρκετά επίπεδα. Μεταξύ των μεταβολών που μας ενδιαφέρουν περισσότερο είναι η διαφοροποίηση του λιπιδαιμικού προφίλ (κυρίως στις χοληστερίνες) και του μεταβολισμού των οστών που εκφράζεται με οστεοπενία ή οστεοπόρωση, οπότε και εκτελούμε σειρά νέων εξετάσεων. Πρόσθετος έλεγχος μπορεί να γίνει και για νεοπλασματικά νοσήματα των γεννητικών οργάνων και του εντέρου.

CEA (καρκινοεμβρυϊκό αντιγόνο), CA 19.9 (καρκινικό αντιγόνο 19.9), CA 15.3 (καρκινικό αντιγόνο 15.3), CA 125 (καρκινικό αντιγόνο 125): Με αυτές τις αναλύσεις είναι δυνατόν να ανιχνεύσουμε φλεγμονές αλλά και νεοπλασίες σε έγκαιρο χρόνο, σε ωοθήκες μαστούς, αλλά και στο ήπαρ και έντερο.
Νάτριο (Na+), Κάλιο (K+) – ηλεκτρολύτες: είναι τα σημαντικότερα άλατα του οργανισμού που ρυθμίζονται μέσω των νεφρών, των οποίων η λειτουργία επιδεινώνεται σημαντικά σε μεγαλύτερες ηλικίες. Διαταραχή των επιπέδων τους μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, υπνηλία και να επηρεάσει τις πνευματικές λειτουργίες, μέχρι και να απορρυθμίσει σε επικίνδυνο βαθμό την καρδιακή λειτουργία. Οι εξετάσεις είναι απολύτως απαραίτητες σε περιπτώσεις χρόνιων φαρμακευτικών αγωγών και ειδικά σε περιπτώσεις λήψης διουρητικών και καρδιολογικών φαρμάκων
Βιταμίνη Β12 (Vit.B12) και φυλλικό οξύ (Folate acid): συχνά στις μεγαλύτερες ηλικίες βρίσκονται σε χαμηλότερα επίπεδα από το επιθυμητό κυρίως λόγω προβλημάτων απορρόφησης, προκαλώντας αναιμίες, καχεξία αλλά και νευρολογικά προβλήματα.

Ασβέστιο (Ca,) Φώσφορος (P), Μαγνήσιο (Mg): αποτελούν τα κύρια ιχνοστοιχεία του ανθρώπου. Σε μεγαλύτερες ηλικίες, προβλήματα δυσαπορρόφησης τροφών, αλλαγή διατροφικών συνθηκών, αλλά και λήψη φαρμάκων μπορούν να τροποποιήσουν σημαντικά τα επίπεδά τους, υποβαθμίζοντας την υγεία των μεγαλύτερων γυναικών.

Ολικά λευκώματα (TP), Αλβουμίνες (Alb), Γλοβουλίνες (Glob): αποτελούν δείκτες σωστής διατροφής (ποσοτικά και ποιοτικά), αλλά και δείκτες της σωστής λειτουργίας του μεταβολισμού και της υγείας του ανοσοποιητικού συστήματος.
TSH (θυρεοτρόπος ορμόνη): δίνει μια πρώτη εικόνα για τη λειτουργική απόδοση του θυρεοειδούς, ο οποίος συχνά στις γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας υπολειτουργεί, δίνοντας σημάδια κόπωσης, κακοθυμίας, υπνηλίας.

Με τις αναλύσεις CEA (καρκινοεμβρυϊκό αντιγόνο), aFP (α-εμβρυϊκή σφαιρίνη), CA 19-9 (καρκινικό αντιγόνο 19-9): ελέγχονται φλεγμονές και νεοπλασίες στα σημαντικότερα όργανα του οργανισμού, μεταξύ των οποίων και του γαστρεντερικού συστήματος.

Ο θυρεοειδής αδένας είναι κομβικό όργανο στη ρύθμιση του μεταβολισμού. Οι ορμόνες που παράγει (Τ3 και Τ4) προσλαμβάνονται από όλα τα κύτταρα του οργανισμού και ρυθμίζουν το μεταβολικό τους ρυθμό. Η υπερλειτουργία του αδένα, η υψηλή δηλαδή παραγωγή Τ3 και Τ4 συσχετίζεται με νευρικότητα, κακό ύπνο, υπέρταση, ταχυκαρδία, υπερβολική εφίδρωση, τρόμο στα χέρια, σύγχυση, ανεξήγητη απώλεια βάρους κ.α.

Η υπολειτουργία του στην αντίθετη περίπτωση, συσχετίζεται με βραδυκαρδία, αίσθηση κόπωσης, υπνηλία, σύγχυση, νευρικότητα, αύξηση βάρους κ.ά.

Τα λιπίδια και οι χοληστερίνες ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για τη σταδιακή στένωση των αγγείων, απειλώντας έτσι έμμεσα με αποφρακτικές νόσους κυρίως την καρδιά (με έμφραγμα του μυοκαρδίου) αλλά και τον εγκέφαλο (κίνδυνος εγκεφαλικού) και τους πνεύμονες (κίνδυνος πνευμονικής εμβολής).Η διαδικασία του «χτισίματος» των αγγείων από αθηρωματικές πλάκες είναι διαδικασία αργή και μακροχρόνια και συσχετίζεται με τα επίπεδα των λιπιδίων στο αίμα. Γι’αυτό και οι χοληστερίνες χρησιμοποιούνται ως μακροχρόνιος δείκτης κινδύνου της αθηρωματικής νόσου.

Προαπαιτούμενο ως προς το εξειδικευμένο Check up για την υπέρταση είναι το βασικό Check up, με το οποίο έχουν ελεγχθεί παράμετροι που μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλή πίεση (χαμηλός αιματοκρίτης, αυξημένο σάκχαρο και προβληματική νεφρική λειτουργία, στένωση αγγείων λόγω υψηλής χοληστερίνης – λιπιδίων κ.ά.).

Οι αναιμίες μπορούν να προέλθουν κυρίως από :

• στίγμα μεσογειακής αναιμίας
• απώλεια αίματος (κυρίως από το γαστρεντερικό)
• κακή διατροφή – έλλειψη αιμοποιητικών στοιχείων (π.χ.παρατεταμένες δίαιτες σε ζωϊκά παράγωγα)
• δυσπλασία – απλασία του μυελού – αιματολογικά νοσήματα
• παρατεταμένη ακινησία – νεφρική ανεπάρκεια
• αυτοάνοσα νοσήματα

Με την Γενική αίματος διαπιστώνουμε την αναιμία με την άμεση μέτρηση του αιματικρίτη (HCT) και της αιμοσφαιρίνης (HGB) που σε συνδιασμό δείχνουν την περιεκτικότητα του αίματος σε ερυθρά αιμοφαίρια και την ποιότητα τους σε περιεκτικότητα αιμοσφαιρίνης.

Παράλληλα ελέγχουμε ειδικές παραμέτρους που την κατηγοριοποιούν σε πρώτο στάδιο τον τύπο της αναιμίας.

Είναι μια έντονα κληρονομικά μεταδιδόμενη αυτοάνοση πάθηση. Χαρακτηρίζεται από δυσανεξία στη γλουτένη (πρωτεΐνη που υπάρχει στο σιτάρι, το κριθάρι, τη βρώμη και τη σίκαλη). Στην πάθηση αυτή παρεμποδίζεται η απορρόφηση του σιδήρου και της βιταμίνης Β12 και μπορεί μακροχρόνια να δημιουργήσει χρόνια σιδηροπενική αναιμία και την αντίστοιχη έλλειψη της βιταμίνης. Με τη μέτρηση των αντισωμάτων έναντι της γλοιαδίνης IgG/IgA, της ιστικής τραγλουταμινάσης IgG/IgM, και του ενδομυΐου IgG/IgM ανιχεύουμε την πάθηση έμμεσα, χωρίς την ανάγκη γαστροσκόπισης. Οι εξετάσεις αυτές προτείνονται σε περιπτώσεις αδιευκρίνιστης μακροχρόνιας αδυναμίας συγκράτησης των επιπέδων φερριτίνης, μετά από αγωγή με σίδηρο.

Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα ελέγχονται προληπτικά, καθώς η μετάδοση τους γίνεται τις περισσότερες φορές από άτομα που δεν το έχουν αντιληφθεί ότι πάσχουν απο αυτά. Αυτό συμβαίνει γιατί ο χρόνος για την εμφάνιση των κλινικών συμπτωμάτων και ενοχλήσεων κυμαίνεται από λίγους μήνες έως αρκετά χρόνια.
Χλαμύδια, Ουρεόπλασμα, Μυκόπλασμα: ανιχνεύονται με ειδική καλλιέργεια και είναι οι πλέον συχνές βακτηριακές λοιμώξεις του γεννετικού συστήματος, που είναι συνήθως ασυμπτωματικές. Η όποια λοίμωξη θεραπεύεται με απλή αντιβίωση, ενώ η μακροχρόνια αθεράπευτη παραμονή της έχει σοβαρές επιπτώσεις, ακόμα και στα παιδιά που μπορεί να γεννηθούν στο μέλλον.

Γονόρροια: βακτηριακή λοίμωξη που ανιχνεύεται με καλλιέργεια, η οποία είναι εύκολα θεραπεύσιμη με αντιβίωση, αλλά εάν παραμείνει αθεράπευτη, μπορεί να προκαλέσει στειρότητα.
Αερόβια & αναερόβια καλλιέργεια για την ανίχνευση κοινών μικροβίων ή μυκήτων.

Σύφιλη: βακτηριακή λοίμωξη που ανιχνεύεται με την εξέταση αίματος VDRL. Η ασθένεια επηρρεάζει τους βλενογόννους και δημιουργεί πληγές στο δέρμα, κάνοντας εξαιρετικά εύκολη τη μετάδοση άλλων ασθενειών. Είναι εύκολα θεραπεύσιμη με αντιβίωση.

Ιός ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV): ο κυρίως υπεύθυνος για την εμφάνιση καρκίνου του τραχήλου, ενώ ανιχνεύεται και σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των καρκίνων του μαστού. Τις περισσότερες φορές ανιχνεύεται έμμεσα, με το τεστ ΠΑΠ. Επειδή υπάρχουν πολύ τύποι του ιού, μεταξύ των οποίων λίγοι είναι επικίνδυνοι, όταν χρειαστεί να επιβεβαιώσουμε τη λοίμωξη από τον HPV, ανιχνεύουμε, με εξειδικευμένα τεστ μοριακής βιολογίας, μόνο τους επικίνδυνους τύπους (HPV types 16, 18, 31, 33, 39, 45, 51, 52, 56, 58, 59, 66, 68, και 73 ). Το τεστ μοριακής βιολογίας προτείνεται κατόπιν σύστασης του γυναικολόγου.

Έρπης επιχείλιος (Ι), γεννητικών οργάνων(ΙΙ) (HSV I/II): από τη στιγμή που κάποιο άτομο μολυνθεί από ερπητοϊό, τότε γίνεται χρόνιος φορέας του ιού, ο οποίος εκδηλώνει περιοδικά συμπτώματα με χαρακτηριστικούς δερματικούς ερεθισμούς και εξανθήματα. Μεταδίδεται μέσω της επαφής με μολυσμένη περιοχή, κατά τη φάση ενεργοποίησής του (με εξανθήματα).

Με τον προγεννητικό έλεγχο αναλύονται αιματολογικές παράμετροι για πιθανές παθήσεις και λοιμώξεις στη μελλοντική μητέρα, οι οποίες μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια ή την εγκυμοσύνη της, αλλά και την υγεία του παιδιού που θα γεννηθεί.

Γενική αίματος: ελέγχεται ο αιματοκρίτης, τα λευκά αιμοσφαίρια και τα αιμοπετάλια. Ελέγχεται η μέλλουσα μητέρα για αναιμίες, συστηματικές λοιμώξεις, φλεγμονές και επάρκεια παραγόντων πήξης.

Ηλεκτροφόρηση αιμοσφαιρίνης και τεστ δρεπανώσεως: ελέγχουν την ετεροζυγία για β-θαλασσαιμία (στίγμα μεσογειακής αναιμίας). Σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος, ο περαιτέρω έλεγχος του μελλοντικού πατέρα είναι απολύτως απαραίτητος.

Ομάδα αίματος και ρέζους (rhesus): πραγματοποιούνται για να καθοριστεί το εάν η μητέρα θα χρειασθεί ειδική αγωγή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Σε περίπτωση αρνητικού ρέζους προχωρούμε στην εκτέλεση της έμμεσης Coombs.

Σάκχαρο (glu) νηστείας, Γλυκοζηλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c): διασφαλίζουν την απουσία διαβήτη, για τον ομαλό και ασφαλή ρυθμό ανάπτυξης του εμβρύου. Πιθανά υψηλά επίπεδα σακχάρου και διαβήτης συνδυάζονται με ιδιαίτερα μεγαλόσωμα έμβρυα και αυξημένο κίνδυνο στην εγκυμοσύνη – γέννα. Επειδή ο διαβήτης μπορεί να εμφανισθεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης οι ιατροί συστίνουν και την καμπύλη σακχάρου από τον έκτο μήνα κύησης, ώστε να διασφαλισθεί η απουσία μεταβατικού – ψευδο – διαβήτη της εγκυμοσύνης.

TSH (θυρεοτρόπος ορμόνη), anti – TPO (αντιθυρεοειδικά αντισώματα), anti – TG (αντιθυρεοσφαιρινικά αντισώματα): ελέγχουν την ρύθμιση της λειτουργίας του θυρεοειδούς, ο οποίος καθορίζει συνολικά το μεταβολισμό του οργανισμού και επηρεάζει την πορεία της εγκυμοσύνης. Ο έλεγχος των αντισωμάτων ελέγχει και την πιθανότητα εκδήλωσης αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας, που κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να απειλίσουν την ασφάλεια της.

Αντισώματα έναντι του τοξοπλάσματος (Τoxo IgG/IgM): με τη μέτρησή τους διαπιστώνουμε πιθανή παλαιά λοίμωξη και ανοσοποίηση έναντι του τοξοπλάσματος (το τοξόπλασμα μεταδίδεται κυρίως από τα κόπρανα μολυσμένων γατών, μολυσμένα άψητα κρέατα, μολυσμένα λαχανικά που δεν έχουν πλυθεί καλά καθώς και σκεύη κουζίνας από άψητα κρέατα και μολυσμένο νερό). Σε περίπτωση απουσίας αντισωμάτων (αρνητικό αποτέλεσμα), είναι απαραίτητος ο επανέλεγχος στην εξέταση αυτή κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Αντισώματα έναντι της ερυθράς (Rubella IgG/IgM): με τη μέτρησή τους διαπιστώνουμε πιθανή παλαιά λοίμωξη και ανοσοποίηση έναντι του ιού της ερυθράς. Η ερυθρά είναι μία ήπια λοιμώδης εξανθηματική νόσος που προσβάλλει κυρίως παιδιά, τα οποία δεν έχουν εμβολιασθεί. Σε περίπτωση απουσίας αντισωμάτων (αρνητικό αποτέλεσμα), είναι απαραίτητος ο επανέλεγχος στην εξέταση αυτή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Αντισώματα έναντι κυτταρομεγαλοϊού (CMV IgG/IgM): ο CMV είναι ερπητοϊός ο οποίος μεταδίδεται κυρίως μέσω του αίματος και με τις εξετάσεις αυτές διαπιστώνουμε εάν υπάρχει παλαιά λοίμωξη και ανσοσοποίηση στη μητέρα. Σε περίπτωση απουσίας αντισωμάτων, ο επανέλεγχος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι απαραίτητος.

VDRL: τα τελευταία χρόνια με τη μετακίνηση πληθυσμών, έχει παρατηρηθεί αύξηση των κρουσμάτων της σεξουαλικά μεταδιδόμενης σύφιλης. Με την εξέταση αυτή ελέγχουμε εάν υπάρχει η βακτηριακή λοίμωξη, ώστε να δοθεί έγκαιρα για την ασφάλεια του μωρού, η κατάλληλη αγωγή στη μητέρα.

Ηπατίτιδα Β, C και AIDS, (HBsAg, anti-HCV, anti-HIV I/II): ο έλεγχος για τους ιούς αυτούς είναι απαραίτητος, καθότι μπορεί ακόμη και σε προχωρημένο στάδιο λοίμωξης να είναι ασυμπτωματικοί. Κατάλληλα μέτρα μπορούν να διαφυλάξουν από μόλυνση το παιδί που θα γεννηθεί και να προστατέψουν έγκαιρα και αποτελεσματικά τη μητέρα.

HSV II: ερπητοϊοί εξαιρετικά διαδεδομένοι στο γενικό πληθυσμό (1 στα 4 άτομα). Ο έλεγχος για HSV στη μητέρα είναι σημαντικός, καθώς η κατάλληλη θεραπεία στο τελευταίο τρίμηνο της εγκυμοσύνης αποτρέπει γενικά την μετάδοση του HSV στο παιδί κατά την γέννηση του. Νεογνά με μόλυνση HSV μπορεί να παρουσιάσουν σοβαρές επιπλοκές της υγείας τους.

Λιστέρια: μεταδίδεται κυρίως από μαλακά τυριά (μπρι & καμαμπέρ και τυριά που περιέχουν μπλε ουσίες, όπως το Μπλέ Δανίας & Στίλτον), ακατέργαστο αμαγείρευτο κρέας, πουλερικά και ψάρια, αφού επιβιώνει σε θερμοκρασίες ψυγείου. Αν και η λοίμωξη από λιστέρια δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη, συνιστάται ο έλεγχος για πιθανή μόλυνση, για την ασφάλεια της εγκυμοσύνης.

Κολπικές καλλιέργειες, γενική ούρων – καλλιέργεια: γίνονται ώστε εάν χρειασθεί να δοθούν έγκαιρα οι κατάλληλες θεραπείες και να μην υπάρξουν επιπλοκές λόγω λοίμωξης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Κατά την εγκυμοσύνη, είναι γνωστό πως η επιλογή των διαθέσιμων φαρμάκων για θεραπεία είναι μικρότερη.

Συνιστάται πρόσθετος έλεγχος για μεταλλάξεις του DNA που προκαλούν την κυστική ίνωση, που αποτελεί την δεύτερη σε συχνότητα σοβαρή γεννετική ασθένεια που μπορεί να μεταδοθεί στο παιδί που γεννιέται.

Τα οστά είναι «ζωντανός οργανισμός» που ανακατασκευάζεται διαρκώς μέσα από τους οστεοκλάστες (μηχανισμός διάλυσης των οστών) και τους οστεοβλάστες (μηχανισμός ανασύνθεσης των οστών). Οι δύο μηχανισμοί βρίσκονται σε ισορροπία, η οποία μπορεί να διαταραχθεί για πολλούς λόγους (εμμηνόπαυση, γονιδιακός τύπος, ορμονική διαταραχή, κακή δίαιτα, κάπνισμα, έλλειψη άσκησης κ.ά.) και να οδηγήσει σε απώλεια οστικής μάζας.

Η σχετικά περιορισμένη απώλεια οστικής μάζας καλείται οστεοπενία δεν έχει σοβαρές επιπτώσεις. Η αυξημένη απώλεια όμως οδηγεί στην οστεοπόρωση, κατάσταση παθολογική για τον οστικό ιστό και με σοβαρούς κινδύνους για κατάγματα, κυρίως των γοφών, της σπονδυλικής στήλης και των καρπών.

Η οστεοπόρωση είναι πλέον συχνή στις γυναίκες σε εμμηνόπαυση αλλά είναι νόσημα το οποίο συναντάται συχνά και σε άνδρες.

Οι αναλύσεις έχουν σκοπό να διαπιστώσουν έγκαιρα την πιθανώς αυξημένη απώλεια οστού που οδηγεί ή επιδεινώνει την οστεοπορωτική νόσο, αλλά και να ανιχνεύσουν πιθανές ορμονικές διαταραχές και ελλείψεις στοιχείων απαραίτητων για την υγεία των οστών, ώστε να δοθεί η κατάλληλη αγωγή.

Οι αναλύσεις προτείνουμε να γίνονται σε γυναίκες:

• προληπτικά πρίν την εμμηνόπαυση, ειδικά σε εκείνες με γονείς με προβλήματα οστεοπόρωσης, ώστε να μπορούν να συγκριθούν με αυτές που θα γίνουν με την αρχή της εμμηνόπαυσης.
• με διαπιστωμένη οστεοπενία ή οστεοπόρωση πρίν την αρχή θεραπευτικής αντιμετώπισης της, ώστε με νέες μετρήσεις μετά την θεραπεία να μπορεί να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα του θεραπευτικού σχήματος.
Χωρίζονται στην κατηγορία ανίχνευσης αυξημένης οστεόλυσης, μειωμένης οστεοσύνθεσης και παραγόντων που μπορούν να επηρεάσουν την υγεία των οστών.

Στην έγκαιρη διάγνωση διαφόρων μορφών καρκίνου, χρησιμοποιούμε τους δείκτες νεοπλασίας. Οι δείκτες νεοπλασίας δεν ανήκουν στις εξετάσεις του απλού προληπτικού ελέγχου. Προτείνεται να γίνονται με την υπόδειξη του γιατρού σας καθώς και να αξιολογούνται αποκλειστικά από αυτόν. Είναι ουσίες που παράγονται σε ορισμένα επίπεδα από τα φυσιολογικά κύτταρα του οργανισμού. Τα νεαρά όμως κύτταρα, παράγουν τις ουσίες αυτές λόγω του νεαρού υπερδραστήριου μεταβολισμού τους, σε αυξημένα επίπεδα. Έτσι, σε περπιπτώσεις ύπαρξης νεαρών κυττάρων, όπως σε φλεγμονές, νεοπλασίες, αλλά και καρκίνους, οι ουσίες αυτές μπορεί να βρεθούν σε αυξημένα επίπεδα, υποδυκνείωντας την ανάγκη περαιτέρω ελέγχου.

Προληπτικός έλεγχος σε καρκινογεννετικές λοιμώξεις από ιούς και παράσιτα, προτείνεται να γίνεται ειδικά όταν συντρέχουν λόγοι αυξημένου κινδύνου ( ηπατίτιδες Β,C για το ήπαρ, ελικοβακτηρίδιο για το στομάχι, HPV για τον τράχηλο της μήτρας).